καναρί

καναρί
το
1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα
2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή < κανάρι, συνηθισμένη απόχρωση τού πουλιού, η ετυμολογία τού οποίου ανάγεται επίσης στις Καναρίους νήσους βλ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κανάρι — το καναρίνι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανάριον* με σίγηση τής άτονης τελευταίας συλλαβής (πρβλ. παιδ ίον > παιδ ί)] …   Dictionary of Greek

  • καναρίνι — (Serinous canarius canarius). Στρουθιόμορφο σποροφάγο πτηνό της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενές των Καναρίων νήσων, των Αζορών και της Μαδέρας. Τα κ. εισήχθησαν στην Ισπανία το 1478, μετά την κατάκτηση των Κανάριων νήσων από τους Ισπανούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • canar — CANÁR, canari, s.m. Mică pasăre cântătoare cu pene galbene (Serinus canaria). – Din fr. canari. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98  canár s. m., pl. canári Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  méiul canárilor s.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”