- καναρί
- το1. γοργός γαλλικός χορός τού 17ου αιώνα2. (για χρώματα) απόχρωση τού ξανθού χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο χορός είναι μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου < γαλλ. canarie < ισπ. canaria < Canarias islas (Κανάριοι νήσοι). Το χρώμα < καναρίνι ή < κανάρι, συνηθισμένη απόχρωση τού πουλιού, η ετυμολογία τού οποίου ανάγεται επίσης στις Καναρίους νήσους βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.